- πλάτων
- I
Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του.Η ζωή του. Γόνος μιας από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας, έλαβε πολύπλευρη μόρφωση. Δάσκαλοι του ήταν ο Διονύσιος στην ανάγνωση και στη γραφή, ο Αρίστων στη γυμναστική, ο Δράκων στη μουσική. Η ζωγραφική και η ποίηση συμπλήρωσαν τη μόρφωσή του. Μετά το τέλος της εφηβείας του ο Π. πήρε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Κρατύλο που ήταν οπαδός του Ηράκλειτου. Το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία έγινε το κύριο και αποκλειστικό μέλημα της ζωής του από τη στιγμή που ο εικοσάχρονος Π. συνάντησε τον Σωκράτη. Από τη στιγμή εκείνη η ζωή του Π. πήρε τελείως νέα κατεύθυνση: η προσωπικότητα του Σωκράτη, όχι λιγότερο από τη φιλοσοφία του, έγιναν το μόνιμο κέντρο όλων των ενδιαφερόντων του. Ήταν στενά συνδεμένος με το Σωκράτη μέχρι τον θάνατο του τελευταίου (399 π.Χ.) και τα χρόνια αυτά ήταν μια περίοδος μεγάλης πολιτικής αναταραχής στην Αθήνα. Η καταστρεπτική έκβαση του Πελοποννησιακού πόλεμου, η πτώση του δημοκρατικού καθεστώτος, η κυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και τελικά η καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη, όλα αυτά ήταν γεγονότα που άφησαν βαθύτατα ίχνη στην ψυχή του Π., τόσο που ο ίδιος, αναφέροντάς τα στην 7η επιστολή του (γνήσια κατά τους περισσότερους μελετητές), αποδίδει σε αυτά τις πολιτικές απογοητεύσεις του και τη γέννηση της πεποίθησής του πως το μόνο δίκαιο κράτος μπορούσε να είναι εκείνο όπου οι φιλόσοφοι θα κατείχαν την πολιτική εξουσία.Αμέσως μετά από τον θάνατο του Σωκράτη, ο Π. μαζί με άλλους σωκρατικούς πήγε στον Ευκλείδη στα Μέγαρα, αλλά ξαναγύρισε γρήγορα στην Αθήνα, από όπου έπειτα από λίγο έκανε μια σειρά ταξίδια, το πρώτο από τα οποία στην Αίγυπτο, όπου διδάχτηκε γεωμετρία και αστρονομία, και στην Κυρήνη, όπου συνδέθηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο. Από εκεί πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα, ίσως για να γνωρίσει καλύτερα τις θεωρίες των πυθαγόρειων εκείνων κοινοτήτων που έδειχναν ότι είχαν πραγματοποιήσει πρώτες το συνδυασμό φιλοσοφίας και πολιτικής εξουσίας. Είναι βέβαιο ότι δημιούργησε φιλικούς δεσμούς με τον Αρχύτα του Τάραντα. Έπειτα πέρασε στη Σικελία, στην αυλή του Διονύσιου του Πρεσβύτερου των Συρακουσών. Η προσπάθεια που έκανε ο Π. να παρασύρει το Διονύσιο προς τις πολιτικές του ιδέες απέτυχε τελείως, αλλά στις Συρακούσες βρήκε ένα αφοσιωμένο οπαδό, τον εικοσάχρονο Δίωνα, γαμπρό του Διονύσιου. Αυτό προκάλεσε τη ζήλεια του Διονύσιου και οδήγησε στην πλήρη διάλυση των σχέσεων μεταξύ του φιλόσοφου και του τύραννου. Ο Π. επιβιβάστηκε σε ένα σπαρτιατικό πλοίο που τον μετέφερε στην Αίγινα, σύμμαχο τότε της Σπάρτης εναντίον της Αθήνας. Έτσι χαρακτηρίστηκε αιχμάλωτος πολέμου και κινδύνευσε να καταδικαστεί σε θάνατο. Οι Αιγινίτες όμως αρκέστηκαν να τον πουλήσουν ως δούλο.Ο Π. κατάφερε τελικά να γυρίσει στην Αθήνα, όπου το 387 ίδρυσε τη δική του σχολή, την Ακαδήμεια, στην οποία αφοσιώθηκε τελείως επί είκοσι χρόνια. Αυτή είναι η περίοδος της πλήρους ωριμότητας του Π., η περίοδος κατά την οποία έγραψε τα πιο περίφημα έργα του.Το 367, το Διονύσιο τον Πρεσβύτερο διαδέχτηκε ο Διονύσιος ο Νεότερος και στον Π. ξαναγεννήθηκε η ελπίδα πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τα πολιτικά ιδανικά του. Έτσι, με τη μεσολάβηση του Δίωνα, ο Π. προσκλήθηκε πάλι στις Συρακούσες. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο φιλόσοφος (και που εξέθεσε αργότερα στους Νόμους) προκάλεσαν μια διαρκώς αυξανόμενη εσωτερική αντίδραση, που έκανε το Διονύσιο να αλλάξει συμπεριφορά. Ο Δίωνας εξορίστηκε και λίγο καιρό αργότερα ο Π., που διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο, κατόρθωσε να φύγει για την Αθήνα με την υπόσχεση πως θα τον ξανακαλούσαν αργότερα μαζί με το Δίωνα. Η πρόσκληση ήρθε πραγματικά το 361 αλλά μόνο για τον Π., ενώ στο μεταξύ είχε αυξηθεί η εχθρότητα του Διονύσιου εναντίον του Δίωνα. Ο Π. διακινδύνευσε για τρίτη φορά το ταξίδι που, όπως μπορούσε να προβλέψει ο καθένας, σημείωσε αποτυχία μεγαλύτερη από τα προηγούμενα: όχι μόνο ο Δίωνας δεν προσκλήθηκε να επιστρέψει, αλλά και ο φιλόσοφος δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει ποτέ στην Αθήνα, αν δεν επενέβαινε αποφασιστικά για να τον σώσει ο Αρχύτας του Τάραντα.Έτσι η απογοήτευση ήταν πλήρης και οριστική: ο Δίωνας πέθανε το 354 σε μάχη και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε κι ο ίδιος ο Π., αφού πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην έρευνα και στη σχολή του: η παράδοση λέει πως έκλεισε τα μάτια ενώ ετοιμαζόταν να δώσει τελική μορφή στους Νόμους του.Το έργο του. Τα συγγράμματα του Π. που έφτασαν ως εμάς είναι η Απολογία του Σωκράτους, 34 διάλογοι και 13 επιστολές: συνολικά 36 τίτλοι, που ο Θράσυλος, την εποχή του Τιβέριου, ταξινόμησε σε 9 τετραλογίες, ταξινόμηση που σέβονται συνήθως και οι νεότεροι εκδότες. Η γνώση των πλατωνικών έργων, χάρη στην εξαιρετική λογοτεχνική αξία τους, και μια ευτυχής συγκυρία μας διέσωσαν (περίπτωση σπανιότατη για τους αρχαίους φιλόσοφους) όλα όσα ο Π. προόριζε να δημοσιευτούν.Το πρόβλημα όμως μένει να ξέρουμε αν είναι γνήσια τα συγγράμματα που ταξινομήθηκαν σε τετραλογίες: υπήρξε μια περίοδος στην κριτική του 19ου αι. που, με βάση τις υποθετικές ανακολουθίες μεταξύ των διαλόγων, αμφισβητήθηκε η γνησιότητα περίπου των 3/4 από αυτούς. Παρ’ όλα αυτά σήμερα το πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί λυμένο με μια ευρύτατη παραδοχή της γνησιότητας των έργων αυτών: κάποια βάσιμη αμφιβολία μένει, μόνο για τον Αλκιβιάδη Β’, τους Αντεραστές, τον Κλειτοφώντα, τον Μίνωα, τον Θεάγη, την Επινομίδα (που τώρα αποδίνεται από όλους σ’ ένα μαθητή του, τον Φίλιππο τον Οπούντιο, εκδότη των Νόμων) και για τέσσερις επιστολές. Το αποτέλεσμα αυτό επιτεύχθηκε κυρίως με την εξακρίβωση της χρονολογίας των διαλόγων (που έγινε κυρίως με κριτήρια ύφους, γλωσσικά, ιστορικά κλπ.). Τότε διαπιστώθηκε ότι οι φαινομενικές ασυνέπειες μεταξύ των διαλόγων δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαφορετικές διατυπώσεις μιας σκέψης που βρίσκεται σε εξέλιξη και όχι αντιφάσεις, σ’ ένα στατικό και αμετακίνητο φιλοσοφικό σύστημα: έτσι οι διάλογοι του Π. χωρίστηκαν σε τρεις μεγάλες ομάδες: 1) νεανικοί σωκρατικοί διάλογοι: Απολογία, Κρίτων, Πρωταγόρας, Αλκιβιάδης A’, Ίππαρχος, Ιππίας ο ελάσσων, Λύσις, Χαρμίδης, Λάχης, Ευθύφρων και Ιππίας ο μείζων2) διάλογοι της ωριμότητας ή δημιουργικοί:Γοργίας, Μένων, Ευθύδημος, Κρατύλος, Ίων, Μενέξενος, Πολιτεία, Φαίδων, Συμπόσιο, Φαίδρος· 3) διάλογοι των γηρατειών ή διαλεκτικοί:Θεαίτητος, Παρμενίδης, Σοφιστής, Πολιτικός, Φίληβος, Τίμαιος, Κριτίας, Νόμοι, Επιστολές.Η χρονολογία αυτή επέτρεψε να αντιληφθούμε σωστά όχι μόνο την ανάπτυξη της φιλοσοφίας του Π., αλλά και τον στενότατο σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στη φιλοσοφία του και σ’ αυτήν τη λογοτεχνική μορφή του διαλόγου, που δεν είναι εξωτερικό καλλιτεχνικό ένδυμα (έστω και ανώτατης ποιότητας), αλλά η αναγκαία έκφραση, που την απαιτεί ο τρόπος ακριβώς με τον οποίο ο Π. αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία: με την έννοια αυτή, η φιλοσοφία γεννάται από τη σωκρατική «διαλεκτική» και ζει στο μέτρο που ζει το ιδανικό αυτό. Αλλά όσο περισσότερο η «διαλεκτική» μεταβάλλεται σε διάλογο της ψυχής με τον εαυτό της ή και χάνεται μέσα στο αμετακίνητο όραμα της αλήθειας των ιδεών, τόσο περισσότερο τότε, και η διαλογική μορφή γίνεται κάτι το καθαρά αποδεικτικό.Η σκέψη του. Στους νεανικούς διαλόγους του ο Π. είναι ολοκληρωτικά απορροφημένος από την προβληματική του δασκάλου του, μέχρι του σημείου οι διάλογοι αυτοί να είναι η πιο αξιόλογη πηγή γνώσης μας για τη φιλοσοφία του Σωκράτη. Τα μεγάλα θέματα είναι τα θέματα της ταυτότητας αρετής και γνώσης, του καθορισμού της γνώσης αυτής ως γνώσης του καλού και του κακού γενικά, της αναγωγής σ’ αυτήν την αρετή –γνώση γενικά όλων των επί μέρους αρετών– γνώσεων (δηλαδή των επί μέρους καλών και κακών), όπως το θάρρος, η τιμιότητα, η φιλία. Το τελευταίο μάλιστα αυτό σημείο εξηγεί γιατί σχεδόν όλοι οι νεανικοί διάλογοι, που αναλύουν ο καθένας και μια επί μέρους αρετή, είναι «απορητικοί», τελειώνουν δηλαδή χωρίς θετική λύση: γεγονός είναι ότι δεν μπορεί να καθοριστεί ένα επί μέρους καλό (π.χ. το θάρρος) ή ένα επί μέρους κακό (π.χ. ο φόβος) με αφετηρία τον ορισμό του καλού και του κακού γενικά. Στην περίοδο αυτή ο Π. παρουσιάζεται οπαδός όλων των βασικών σωκρατικών θέσεων. Αλλά ακριβώς από την αποδοχή των θέσεων αυτών αρχίζουν να γεννώνται, στη σκέψη του Π., διαφορετικά προβλήματα και νέες απαιτήσεις. Και προπάντων ο Π. συνειδητοποιεί ότι αυτές οι αξίες, που ο Σωκράτης αναζητούσε σε όλη τη ζωή του (ωραίο, καλό, δίκαιο, αρετή, ανδρεία κλπ.) δεν μπορούν να διεκδικήσουν τη σταθερότητα και την καθολικότητα εκείνη που απαιτούμε απ’ αυτές αν δεν νοηθούν ως πραγματικότητα, αμετάβλητη και άφθαρτη· και ακόμα, ότι μόνο με την ύπαρξη και την παρουσία αυτών των αιώνιων και σταθερών αξιών μπορούν να χαρακτηριστούν και να αξιολογηθούν και τα αισθητά πράγματα.Με το αίτημά του αυτό ο Π. καταλήγει σε συμπεράσματα που τον απομακρύνουν από το δάσκαλό του: ως υπέρτατη πραγματικότητα, οι αξίες αυτές απαιτούν μια θετική γνώση, μια επιστήμη, που ξεπερνά και βάζει τέλος στη διαρκή αναζήτηση και στον σωκρατικό διάλογο ως προς την αναφορά της αρετής σ’ αυτό που πρέπει να γίνει (δηλαδή το μέλλον), η σωκρατική εξίσωση αρετής και γνώσης (που πρέπει να είναι γνώση του τι είναι αιώνιο και όχι μόνο του μέλλοντος) δεν μπορεί να διατηρηθεί: η αρετή πρέπει να νοηθεί μάλλον ως υποχρέωση, εκ μέρους του θυμικού μέρους της ψυχής, να προσαρμοστεί και να υπακούει στις υποδείξεις του λογικού μέρους της. Και επειδή το θυμικό μέρος μπορεί να εξεγερθεί και να παρακούσει, προκύπτει το ηθικό κακό, που επομένως δεν είναι αναγκαστικά ακούσιο, ακόμα κι αν η άγνοια μένει πάντα για τον Π. μια από τις βασικές αιτίες του. Σε συνάρτηση με αυτά, απορρίπτεται απροκάλυπτα και η σωκρατική θέση ότι το καλό ελκύει και ότι ταυτίζεται με το ευχάριστο: μπροστά σ’ έναν κακοποιό που θεωρεί το κακό που κάνει ως δικό του καλό κι επομένως ευχάριστο, ο Π. καταλήγει σ’ ένα εσχατολογικό όραμα: η ανθρώπινη ψυχή, που είναι αθάνατη, θα απολαύσει ή θα υποφέρει αναπόφευκτα στη μετά θάνατον ζωή, ανάλογα με το πώς συμπεριφέρθηκε σ’ αυτό τον κόσμο.Έτσι λοιπόν στους μεγάλους διαλόγους της ωριμότητας, η πλατωνική μεταφυσική γεννάται από την ανάγκη να δοθεί ένα απόλυτο θεμέλιο σ’ αυτόν τον ηθικό κόσμο. Και στην προσπάθεια αυτή ο Π. αξιοποιεί σε μια νέα και μεγαλειώδη σύνθεση όλη την προηγούμενη φιλοσοφία: των Ελεατών, του Ηράκλειου, του Πυθαγόρα, του Σωκράτη.Από τα ελεατικά αιτήματα (κυρίως του Μέλισσου) συμφωνεί με τη θεωρία κατά την οποία αληθινή πραγματικότητα είναι εκείνη που μένει «αιώνια όμοια με τον εαυτό της» και την πραγματικότητα αυτή ο Π. ονομάζει είδος ή ιδέα, ως αντικείμενο μιας νοητικής «θέασης». Τα αισθητά πράγματα είναι πολλαπλά και ξεχωριστά, γίνονται και εξαφανίζονται: δεν μπορούν επομένως ν’ αποτελούν την αληθινή πραγματικότητα.Μπορούν να ειπωθούν πραγματικά μόνο εφόσον «μετέχουν» των ιδεών, είναι δηλαδή «αντίγραφα» των ιδεών, που είναι όμως «χωριστές» από τα πράγματα και υπάρχουν μόνες τους και για τον εαυτό τους («κόσμος των ιδεών» ή «υπερουράνιος».). Απ’ αυτόν τον αυστηρό δυϊσμό βγαίνει ένας άλλος δυϊσμός: εκείνος που υπάρχει μεταξύ «γνώμης» (ή συγκεχυμένης γνώσης που είναι συνυφασμένη με τον αισθητό κόσμο) και «γνώσης». Ο Π. διακρίνει τις χωριστές επιστήμες (μαθηματικά, γεωμετρία, αστρονομία κλπ.) από τη διαλεκτική (ή ανώτερη επιστήμη των ιδεών και του αγαθού).Αν ο αισθητός κόσμος δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν φτάνει στη γνώση με την εμπειρία: η αισθητή εμπειρία είναι μόνο η ευκαιρία, χάρη στην οποία η ψυχή (που πριν ενωθεί με το σώμα μπορούσε ν’ αντικρύζει τις ιδέες στην καθαρότητά τους) «θυμάται» τις ιδέες που είχε «λησμονήσει» στην ένωσή της με το σώμα. Η ψυχή είναι επομένως όχι μόνο αθάνατη αλλά και αιώνια, και το σώμα είναι γι’ αυτήν σαν μια φυλακή στην οποία πέφτει εξαιτίας παλιότερων σφαλμάτων και από την οποία πρέπει ν’ απελευθερωθεί κατά τον πληρέστερο τρόπο για να ξαναγυρίσει να ζήσει στον καθαρό υπερουράνιο κόσμο (και εδώ είναι φανερή η πυθαγόρεια επίδραση): η ζωή του φιλόσοφου παρουσιάζεται έτσι σαν «προπαρασκευή για τον θάνατο», σαν εξαγνισμός από καθετί που είναι αισθητό, δηλαδή από τη γνώμη και την απόλαυση. Αυτό το μυστικιστικό και ασκητικό αίτημα όμως συνυπάρχει στον Π. με το άλλο, το τυπικά ελληνικό, το ευδαιμονιστικό και κοσμικό. Έτσι από τη μια μεριά ο φιλόσοφος παρουσιάζεται ως ο τέλειος «εραστής»: αγαπά τη σοφία γιατί δεν είναι ήδη σοφός (όπως οι θεοί) αλλά ούτε και αμαθής, ακριβώς όπως ο «έρως» είναι ταυτόχρονα έλλειψη και πόθος ικανοποίησης και γι’ αυτό «διάμεσος» ανάμεσα στους δύο κόσμους. Από το άλλο μέρος ο φιλόσοφος παρουσιάζεται ως ο τέλειος πολιτικός: στο βαθμό που κατέχει την αληθινή γνώση (τη γνώση του καλού) είναι ο μοναδικός που έχει τίτλους για να κυβερνά.Τέλειο κράτος, επομένως, κατά τον Π., είναι εκείνο στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των φιλόσοφων και οι δύο άλλες τάξεις, η ευέξαπτη των πολεμιστών και η αχόρταγη των τεχνιτών, χωρικών κλπ. υπακούουν σε όλα στους φιλόσοφους. Και ό,τι είναι κράτος σε μεγέθυνση, είναι, σε μικρογραφία, η ανθρώπινη ψυχή, που θα είναι επομένως τέλεια μόνο όταν το λογικό μέρος της θα μπορεί να κυβερνά το θυμικό και το επιθυμητικό.Το μεγαλειώδες αυτό σύστημα, του οποίου αναπόσπαστο μέρος αποτελεί η περίφημη καταδίκη της τέχνης (τόσο γιατί είναι ηθικά επιβλαβής και δημιουργός παθών, όσο και γιατί παράγει αντικείμενα που είναι «αντίγραφα αντιγράφων»), στηριζόταν ολόκληρο στη «θεωρία των ιδεών». Αλλά ακριβώς αυτή τη θεωρία ο Π. την υποβάλλει σε ριζική αναθεώρηση και βαθιά επανεξέταση στην τελευταία φάση της φιλοσοφίας του.Ο Π. πραγματικά μπορούσε τώρα να δεχτεί μια πραγματικότητα οικοδομημένη πάνω στην πολλαπλότητα των ιδεών, γιατί είχε ξεπεράσει τις ελεατικές αντιρρήσεις εναντίον της πολλαπλότητας και την άκαμπτη αντίθεση του Παρμενίδη μεταξύ όντος και μη-όντος. Ο Π. την αρχή που δίνει τη λύση, τη βρίσκει στην ταύτιση του «μη-όντος» με το «διαφορετικό»: κάθε ιδέα «είναι» αυτή η ίδια και «είναι» διαφορετική από τις άλλες κι έτσι η αντίθεση μεταξύ «όντος» και «μη-όντος» έχει λυθεί. Πρέπει κυρίως να δούμε πώς οι ιδέες βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση «ταυτότητας» και «διαφορετικότητας» και σ’ αυτό συνίσταται ακριβώς η διαλεκτική, υπέρτατη επιστήμη που αναγνωρίζει την αμοιβαία «κοινότητα» και «διάσταση» των ιδεών. Αλλά με τον τρόπο αυτό οι ιδέες, διατεταγμένες σ’ ένα ιεραρχημένο πλέγμα συμπύκνωσης και επέκτασης, γίνονται «γένη» και «είδη» των ατόμων που είναι τα αισθητά πράγματα. Έτσι πραγματοποιείται επίσης μια επαναπροσέγγιση των δύο κόσμων (του ιδανικού και του υλικού) που παίρνει συγκεκριμένη μορφή στην κοσμολογία του Τιμαίου, η οποία στηρίζεται ολόκληρη στην ιδέα ενός Δημιουργού που διαπλάθει την ύλη καθ’ ομοίωση των ιδεών, ενώ οι ιδέες-αριθμοί εισάγονται ως μεσάζοντες (τόσο οντολογικοί όσο και γνωσεολογικοί) ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα. Κι αυτή η επαναπροσέγγιση διακρίνεται και στην ηθική και στην πολιτική της τελευταίας περιόδου του Π., όπου διαπιστώνεται κάποια επανεκτίμηση της ευδαιμονίας, ένας πιο συναμορμολογημένος συμβιβασμός ανάμεσα στα διάφορα «γένη» ζωής και κυρίως μια πιο πραγματική (αν και πιο απαισιόδοξη) αντίληψη του κράτους.Η τελευταία περίοδος της φιλοσοφίας του Π. συμπίπτει, περίπου, με την περίοδο κατά την οποία ο Αριστοτέλης ήταν μαθητής στην Ακαδήμεια: μεταξύ του γέρου δάσκαλου και του μαθητή, πέρα από τις καθιερωμένες αντιθέσεις, υπάρχει μια καταφανής συνέχεια σκέψης.
Ο Πλάτων και η Ακαδημία του σε ψηφιδωτό έπαυλης της Πομπηίας. Ο Έλληνας φιλόσοφος έχει εμπνεύσει πολλά έργα Λατίνων καλλιτεχνών, γεγονός ενδεικτικό της απήχησης που είχαν οι πλατωνικές θεωρίες στα χρόνια της παντοδυναμίας της Ρώμης αλλά και σ’ εκείνα της παρακμής της μεταξύ των διανοουμένων της αυτοκρατορίας. (Εθνικό Μουσείο, Νάπολης).
Προμετωπίδα της «Πολιτείας» του Πλάτωνα σε λατινική μετάφραση, 1594. (Δημοτική Βιβλιοθήκη, Φερράρα).
IIΠροτομή του Πλάτωνα, ρωμαϊκό γλυπτό, αντίγραφο ίσως ελληνικού πρωτότυπου του Σιλανίωνα. (Καπιτώλιο, Ρώμη).
Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, σύγχρονος του Αριστοφάνη. Έγραψε 28 κωμωδίες που οι σπουδαιότερες είναι: Φάων, Ποιηταί, Σοφισταί, Δαίδαλος, Άδωνις, Ευρώπη, Λάιος, Κέρκωπες, Υπέρβολος, Κλεοφώνκαι Συμμαχίαι. Οι κωμωδίες του γενικά αποτέλεσαν το μεταβατικό στάδιο από την αρχαία αττική κωμωδία στη μέση.IIIΌνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Νεότερος αδελφός του μάρτυρα Αντίοχου. Καταγόταν από την Σεβάστεια της Καππαδοκίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284-305). Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου.2. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη (732 – 814). Μαζί με τους ανιψιούς του Θεόδωρο και Ιωσήφ τους Στουδίτες, αγωνίστηκε κατά της εικονομαχίας. Μόνασε στη μονή των Συμβόλων στον Όλυμπο της Βιθυνίας και έπειτα στη μονή Σακκουδίωνα, της οποίας υπήρξε ο ιδρυτής και ηγούμενος. Το μοναστήρι αυτό βρισκόταν στην περιοχή της Προύσας. Αναγκάστηκε όμως να παραχωρήσει την ηγουμενία στον ανιψιό του Θεόδωρο, επειδή αρρώστησε. Αργότερα, πήγε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους συμμοναστές του και εγκαταστάθηκε ως ηγούμενος στη μονή του Στουδίου, την οποία ανακαίνισε. Επειδή όμως ήρθε σε ρήξη με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, εξαιτίας του γάμου του με τη Θεοδόνη, εξορίστηκε. Όταν γύρισε από την εξορία, πήρε ενεργά μέρος στον αγώνα κατά της εικονομαχίας. Τον εξόρισαν και πάλι και πέρασε όλο τον υπόλοιπο βίο του στην εξορία μαζί με τους ανιψιούς του. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου.* * *Α (κατά τον Ησύχ.) χάλκινη κουτάλα με την οποία διαχώριζαν το τυρόγαλο από το τυρόπηγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς + επίθημα -ων (πρβλ. γλίσχρ-ων)].
Dictionary of Greek. 2013.